Φλαμανδέζος

Φλαμανδέζος
ο
θηλ. βλ. Φλαμανδός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Φλαμανδός — ο θηλ. ή και Φλαμανδέζος, ο θηλ. α άτομο που ανήκει στη φραγκική φυλή της Φλάνδρας ή κατοικεί στη Φλάνδρα ή κατάγεται από εκεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”